ἐμπνοή

ἐμπνοή
ἐμ-πνοή, ,
A force of wind, Str.4.1.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εμπνοή — η (Α έμπνοή) ισχυρή πνοή ανέμου …   Dictionary of Greek

  • ἐμπνοαῖς — ἐμπνοή force fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπνοῆς — ἐμπνοή force fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπνοήν — ἐμπνοή force fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βήχας —  Αντανακλαστικό φαινόμενο που συνίσταται στη βίαιη εκπνοή, με τη γλωττίδα αρχικά κλεισμένη, για να ανοίξει στη συνέχεια απότομα. Αποσκοπεί στην απομάκρυνση εκκριμάτων και ξένων σωμάτων από τις αεροφόρους οδούς. Το αντανακλαστικό του β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”